Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

τοὺς παραβαίνοντας

См. также в других словарях:

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • λέων — I Όνομα λογίων της βυζαντινής περιόδου. 1. Λόγιος και κληρικός (9ος αι.). Σοφός δάσκαλος με ευρεία εγκυκλοπαιδική μόρφωση και σκέψη, άκμασε την εποχή κατά την οποία στο Βυζάντιο σημειώθηκε μια αξιόλογη πνευματική άνθηση επί Θεοφίλου και Μιχαήλ Γ’ …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Ολυμπίας — Οι συστηματικές ανασκαφές στο ιερό της Ολυμπίας, τον προσφιλέστερο λατρευτικό χώρο της αρχαίας Ελλάδας, άρχισαν το 1875, από Γερμανούς αρχαιολόγους, και με ολιγόχρονες διακοπές συνεχίζονται μέχρι σήμερα. Τα πλούσια ευρήματα των ανασκαφών βρήκαν… …   Dictionary of Greek

  • Φερδινάνδος — I Όνομα 3 αυτοκρατόρων της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, που ανήκουν στον οίκο των Αψβούργων. 1. Φ. A’ (Αλκαλά ντ’ Ενάρες 1503 – Βιέννη 1564). Γιος του Φιλίππου του Ωραίου και της Ιωάννας της Τρελής, έγινε αυτοκράτορας μετά την παραίτηση του… …   Dictionary of Greek

  • άγος — Όροςμε τον οποίο οι αρχαίοι Έλληνες χαρακτήριζαν το μίασμα, την κατάρα, την οργή θεού που παρακολουθεί τον ένοχο ενός εγκλήματος. Εναγείς μπορούσαν να είναι όχι μόνο άντρες ή γυναίκες, αλλά και ολόκληρες πόλεις και κράτη εξαιτίας του εγκλήματος… …   Dictionary of Greek

  • αγός — Όροςμε τον οποίο οι αρχαίοι Έλληνες χαρακτήριζαν το μίασμα, την κατάρα, την οργή θεού που παρακολουθεί τον ένοχο ενός εγκλήματος. Εναγείς μπορούσαν να είναι όχι μόνο άντρες ή γυναίκες, αλλά και ολόκληρες πόλεις και κράτη εξαιτίας του εγκλήματος… …   Dictionary of Greek

  • πημαίνω — Α [πήμα] 1. βυθίζω κάποιον στη δυστυχία, εξολοθρεύω, αφανίζω, βλάπτω, καταστρέφω («Ποσειδάων... πημαίνει Τρῶάς τε καὶ Ἕκτορα», Ομ. Ιλ.) 2. προξενώ λύπη, θλίβω, πικραίνω κάποιον («οὔτε ἐπήμαινεν οὔτε ἐσίνετο γῆν τὴν Ἀττικήν», Ηρόδ.) 3. (αμτβ.)… …   Dictionary of Greek

  • Γκοντάρ, Zαν Λικ — (Jean Luc Godard, Παρίσι 1930 –). Γάλλος σκηνοθέτης του κινηματογράφου. Ξεκίνησε από το περιοδικό Cahiers du Cinéma,γύρισε πολλές ταινίες μικρού μήκους αυτοσχεδιάζοντας, αλλά καθιερώθηκε με την ταινία Με κομμένη την ανάσα (1960),με την οποία… …   Dictionary of Greek

  • Φελίνι, Φεντερίκο — (Fellini, Ρίμινι 1920 – Ρώμη 1993). Ιταλός σκηνοθέτης του κινηματογράφου. Πολύ ανήσυχος στη νεότητά του, εγκατέλειψε πολύ νωρίς τις σπουδές του για μια ταραχώδη και αλήτικη ζωή, που έπαιξε μεγάλο ρόλο στην κατοπινή καλλιτεχνική του διαμόρφωση.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»