-
1 φυλάσσω
Aφυλασσέμεναι Il.10.312
, 419; poet. [tense] impf.φύλασσε Pi.Pae.6.91
: [tense] fut.φυλάξω Od.22.195
, etc.: [tense] aor. ἐφύλαξα, [dialect] Ep.φύλ- Il.16.686
, etc.: [tense] pf.πεφύλᾰχα Ath.10.408f
, ([etym.] δια-) X.Cyr.8.6.3 (- πεφυλακ- codd.), Din.1.9 (- πεφυλακ- codd.), ([etym.] παρα-) Pl.Lg. 632a; , Arg.E.Med. ( πεφυλακέναι and πεφυκέναι codd.):—[voice] Med., [tense] fut. , S.El. 1012, Ar. Ec. 831, etc.; also in pass. sense, S.Ph.48, X.Oec.4.9: [tense] aor.ἐφυλαξάμην Hdt.7.130
(v.l.), Antipho3.4.7, etc.:—[voice] Pass., [tense] fut.- αχθήσομαι D.H.Rh.5.6
, Gal.1.426: [tense] aor.ἐφυλάχθην Luc.Pisc.15
: [tense] pf.πεφύλαγμαι E.Fr.472.19
(anap.), cf. infr. c. 1, Lib.Or.54.74 (in pass. sense); imper., only in med. sense in early writers, , Orac. ap. Hdt.7.148; part., Il.23.343, etc.A abs., keep watch and ward, keep guard, esp. by night, ;οὐδ' ἐθέλουσι νύκτα φυλασσέμεναι Il.10.312
, cf. 419, 421; , cf. 22.195; ([voice] Med., v. infr. c);σὺν κυσὶ.. φυλάσσοντας περὶ μῆλα Il.12.303
;αὐτοῦ φ. A.Eu. 243
;τὴν μὲν ἡμέραν κατὰ διαδοχὴν φ. τὴν δὲ νύκτα καὶ ξύμπαντες Th.7.28
;ἐφύλαττον περὶ τὰ βασίλεια X.Cyr.7.5.68
;οἱ φυλάττοντες Isoc.10.34
; φ. τοῖς Ἀθηναίοις keep watch for.., Th.7.53;κατὰ θάλατταν ἐφύλαττεν ὅπως μηδὲν εἰσπλέοι X.HG2.4.29
; φ. ἕως .. watch or wait till.., Lys.1.15; φ. πηνίκα .. D.18.308: c. acc. cogn.,φυλακὰς φ. X.An.2.6.10
, Ev.Luc. 2.8.2 to be on one's guard, And.1.135.B trans., watch, guard, defend,ἀθανάτων ὅστις σε φυλάσσει Od.15.35
, cf. Il.10.417, al.; σύας, μῆλα, Od.17.593, 12.136;τὴν ἑωυτῶν Hdt.8.46
;πόλιν φ. A.Th. 136
(lyr.), IG12.108.46; ;σε φυλάττοι Ζεύς Ar.Eq. 499
(anap.);βρέτας ἧσαι φυλάσσων A.Eu. 440
; φ. τινὰ ἀπὸ τῶν δυσχωριῶν guard one from.. X.Cyr.1.4.7 (but τὴν γραῦν φ. ἀπὸ τῶν κεραμίων keep away from.., Men.Sam. 87): c. acc. et inf., ;ὁ νόμος φ. μὴ ἅπτεσθαι Pl.Lg. 838b
;φ. μηδένα περαιοῦσθαι Th. 7.17
;φ. τὸ μηδὲν ἐναντίον γενέσθαι D.18.313
: folld. by a relat. clause,φ. ἑαυτὸν ὅπως μὴ ἀδικήσει Pl.Grg. 480a
;φύλαττέ με μὴ παρακρούσωμαί σε Id.Cra. 393c
; φ. τινά, εἰ .. Id.Smp. 220d:—[voice] Pass., to be watched, kept under guard, Hdt.3.45, X.An.6.4.27.2 watch for, lie in wait or ambush for, ;νόστον φ. Il.2.251
; φ. τὸ σύμβολον look out for the signal-fire, A.Ag.8;τοὺς πολεμίους X.Lac. 12.2
;φ. τοὺς παράνομα γράφοντας D.58.34
; keep a watch on, [ τινα] Lys.1.6;τοὺς παραβαίνοντας Arist.Pol. 1289a19
.b esp. watch, wait for, observe an appointed time or a fixed event,τὴν κνρίην τῶν ἡμερέων Hdt.1.48
;φ. τὴν ἡμέραν Antipho 6.37
; φυλάξαντες νύκτα wait for night, Th.2.3;φυλάσσουσι γραφόμενοι τὸ ἀποβαῖνον Hdt.2.82
;τοὺς ἐτησίας D.4.31
: with a part. added, :φ. Ξέρξην.. δεῖπνον προτιθέμενον Id.9.110
; ἀριστοποιουμένους φ. τοὺς στρατιώταςD 23.165: folld. by a relat. clause, φ. ὅ τι χρήσεται .. Hdt.5.12.3 metaph., preserve, maintain, cherish, [ χόλον] Il.16.30;αἰδῶ καὶ φιλότητα 24.111
;ὅρκια 3.280
; φ. ἔπος observe a command, 16.686;φ. ῥῆμα Pi.I.2.9
;τελετάς Id.O.3.41
; ;τοὺς νόμους Pl. Plt. 292a
, cf. Grg. 461d, etc.;τὸ σὸν πιστόν S.OC 626
;τὰς συνθήκας Isoc.17.20
;τὰ τοῦ γάμου δίκαια POxy.905.9
(ii A. D.);λόγον πρός τινα PFlor.56.21
(iii A. D., [voice] Pass.);φ. σιγήν E.IA 542
; οὐ γὰρ ἀπειλὰς ὑμετέρας ἐφύλαξα I regarded not your threats, Call.Del. 204; φ. σκαιοσύναν cling to it, foster it, S.OC 1213 (lyr.); ;φ. τῇ μνήμῃ τὰ λεχθέντα Pl.Lg. 783c
; φ. τὸν θυμόν ib. 867a;τὴν τιμωρίαν D.21.40
;φ. καὶ ταμιεύειν πάντα τινί Lys.19.40
;τὸ μέρος τοῖς θεοῖς X.An.5.3.4
; τἀγαθά, opp. κτήσασθαι, D.1.23;μᾶλα ἐν κόλποισι Theoc.2.120
, cf. 7.64;εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα Men. Mon. 172
; ἀθάνατον ἔχθραν μὴ φύλαττε ib.4: with a predic. added,φ. τινά δεδεμένον Antipho 5.47
;ἀδέκαστον φ. τὴν διάνοιαν D.H.Th. 34
;ἀκύμααντον τὸ πέλαγος Luc.DMar.5.1
:—[voice] Pass., ὅσος παρ' ὑμῖν ὁ φθόνος φυλάττεται is fostered by.., S.OT 382.5 notice, observe, Ath.l.c.7 c. acc., beware of, avoid,ἅπαντα ταῦτα φυλάττειν κελεύει Gal.18(2).791
.8 φ. μὴ c. subj., take care lest.. E.IA 145 (anap.), Pl.Tht. 154d; φ. ἐμὲ καὶ τηρεῖν ὅπως μή .. D.18.276.9 [voice] Med., φυλάξασθε τοῦ ἀγαπᾶν Κύριον be careful to.., LXXJo.23.11.C [voice] Med.,I abs., to be on one's guard, keep watch, Ar.Ec. 769; used by Hom. only in part.,νύκτα φυλασσομένοισι Il.10.188
; πεφυλαγμένος εἶναι to be cautious, prudent, 23.343, cf. X.HG7.5.9; with caution,Id.
Cyr.5.2.30, cf. Cyn.10.10.2 c. acc., keep a thing by one, bear it in mind or memory, Hes. Op. 263, 561; more fully, ἐν θυμῷ δ' εὖ πάντα φυλάσσεο ib. 491; , cf. Pi.O.7.40;τὰ λελεγμένα S.El. 1012
.4 c. gen., φυλάσσεσθαι τῶν νεῶν μὴ ξυντρίψωσιν act cautiously with regard to the ships, Th.4.11; beware of,τῶν εὖ φύλαξαι S.OC 161
(lyr.);Ἄρκτοι πεφυλαγμέναι ὠκεανοῖο Arat.48
;πεφύλαξο παντοίων ἀνέμων Id.930
.II φυλάσσεσθαί τι or τινα to beware of, be on one's guard against, avoid a thing or person, Sapph.27, etc.:ταῦτα Hdt.1.108
, 7.130, cf. Ar.Ra.4; τινας A.Pr. 715, 804; ;τέττιξ ποιμένας.. πεφυλαγμένος Theoc.16.95
.b ἐφυλαξάμην διαλέκτους I put in as a precaution 'except in dialects', Hdn.Gr.2.932.3 c. inf.,φυλάξομαι δὲ τάσδε μεμνῆσθαι.. ἐφετμάς A.Supp. 205
, cf. Ocell.4.13;φ. μηδὲν ἐξαμαρτεῖν Hdt.1.108
, cf. D.25.11;φ. μηδένα βαλεῖν Antipho3.4.7
; but also withoutμή, ἵνα.. τις ὕστερον φυλάσσηται ἐπὶ γῆν τὴν σὴν στρατεύεσθαι Hdt.7.5
;φ. τὸ λυπῆσαι D.18.258
;φ. ὁρᾶσθαι Arist.HA 611a28
, cf. D.H.1.70; :—two constructions joined,δισσὰ γὰρ φυλάσσεται [ψυχή], φίλων τε μέμψιν κἀς θεοὺς ἁμαρτάνειν S.Fr. 472
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φυλάσσω
-
2 ἀνοχή
ἀνοχή, ῆς, ἡ (s. ἀνέχω; X. et al.) lit. ‘a holding back’.① a state of respite from someth. onerous or disagreeable, relief (1 Macc. 12:25; Jos., Bell. 1, 173, Ant. 6, 72; w. ἔχειν Diod S 11, 36, 4 ἀνοχὴν ἔχειν; POxy 1068, 15 ἡμερῶν ἀνοχὴν ἔχω) ἀνοχὴν οὐκ ἔχειν have no relief Hs 6, 3, 1.② a temporary cessation, pause (Jos., Ant. 6, 72) ἀ. τῆς οἰκοδομῆς a pause in the building Hs 9, 5, 1; 9, 14, 2.③ the act of being forbearing, forbearance, clemency, tolerance (Epict. 1, 29, 62 ἀ. ἔχω I enjoy clemency; En 13:2; PSI 632, 13 [III B.C.]; cp. Nägeli 45) ἐν τῇ ἀ. τοῦ θεοῦ in God’s forbearance Ro 3:26 (for a neg. expression of this idea s. SIG 985, 34f [I A.D.]: καὶ τοὺς παραβαίνοντας τὰ παραγ[γέλματα οὐκ ἀνέ]ξονται said of the great gods, FDanker in Gingrich Festschr., ’72, 102f). W. μακροθυμία 2:4.—DELG s.v. 1. ἔχω. M-M. TW.
См. также в других словарях:
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
λέων — I Όνομα λογίων της βυζαντινής περιόδου. 1. Λόγιος και κληρικός (9ος αι.). Σοφός δάσκαλος με ευρεία εγκυκλοπαιδική μόρφωση και σκέψη, άκμασε την εποχή κατά την οποία στο Βυζάντιο σημειώθηκε μια αξιόλογη πνευματική άνθηση επί Θεοφίλου και Μιχαήλ Γ’ … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Ολυμπίας — Οι συστηματικές ανασκαφές στο ιερό της Ολυμπίας, τον προσφιλέστερο λατρευτικό χώρο της αρχαίας Ελλάδας, άρχισαν το 1875, από Γερμανούς αρχαιολόγους, και με ολιγόχρονες διακοπές συνεχίζονται μέχρι σήμερα. Τα πλούσια ευρήματα των ανασκαφών βρήκαν… … Dictionary of Greek
Φερδινάνδος — I Όνομα 3 αυτοκρατόρων της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, που ανήκουν στον οίκο των Αψβούργων. 1. Φ. A’ (Αλκαλά ντ’ Ενάρες 1503 – Βιέννη 1564). Γιος του Φιλίππου του Ωραίου και της Ιωάννας της Τρελής, έγινε αυτοκράτορας μετά την παραίτηση του… … Dictionary of Greek
άγος — Όροςμε τον οποίο οι αρχαίοι Έλληνες χαρακτήριζαν το μίασμα, την κατάρα, την οργή θεού που παρακολουθεί τον ένοχο ενός εγκλήματος. Εναγείς μπορούσαν να είναι όχι μόνο άντρες ή γυναίκες, αλλά και ολόκληρες πόλεις και κράτη εξαιτίας του εγκλήματος… … Dictionary of Greek
αγός — Όροςμε τον οποίο οι αρχαίοι Έλληνες χαρακτήριζαν το μίασμα, την κατάρα, την οργή θεού που παρακολουθεί τον ένοχο ενός εγκλήματος. Εναγείς μπορούσαν να είναι όχι μόνο άντρες ή γυναίκες, αλλά και ολόκληρες πόλεις και κράτη εξαιτίας του εγκλήματος… … Dictionary of Greek
πημαίνω — Α [πήμα] 1. βυθίζω κάποιον στη δυστυχία, εξολοθρεύω, αφανίζω, βλάπτω, καταστρέφω («Ποσειδάων... πημαίνει Τρῶάς τε καὶ Ἕκτορα», Ομ. Ιλ.) 2. προξενώ λύπη, θλίβω, πικραίνω κάποιον («οὔτε ἐπήμαινεν οὔτε ἐσίνετο γῆν τὴν Ἀττικήν», Ηρόδ.) 3. (αμτβ.)… … Dictionary of Greek
Γκοντάρ, Zαν Λικ — (Jean Luc Godard, Παρίσι 1930 –). Γάλλος σκηνοθέτης του κινηματογράφου. Ξεκίνησε από το περιοδικό Cahiers du Cinéma,γύρισε πολλές ταινίες μικρού μήκους αυτοσχεδιάζοντας, αλλά καθιερώθηκε με την ταινία Με κομμένη την ανάσα (1960),με την οποία… … Dictionary of Greek
Φελίνι, Φεντερίκο — (Fellini, Ρίμινι 1920 – Ρώμη 1993). Ιταλός σκηνοθέτης του κινηματογράφου. Πολύ ανήσυχος στη νεότητά του, εγκατέλειψε πολύ νωρίς τις σπουδές του για μια ταραχώδη και αλήτικη ζωή, που έπαιξε μεγάλο ρόλο στην κατοπινή καλλιτεχνική του διαμόρφωση.… … Dictionary of Greek